- τιμοκράτης
- ὁ, Αάρχων κατά τη διάρκεια ισχύος τιμοκρατικού πολιτεύματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < τιμή + -κράτης (< κράτος), πρβλ. δημο-κράτης].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Τιμοκράτης — a timocrat masc acc pl (attic epic doric) Τιμοκράτης a timocrat masc nom/voc pl (doric aeolic) Τιμοκράτης a timocrat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκράτης — a timocrat masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκράτει — Τιμοκράτης a timocrat masc nom/voc/acc dual (attic epic) Τιμοκράτεϊ , Τιμοκράτης a timocrat masc dat sg (epic ionic) Τιμοκράτης a timocrat masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκράτη — Τιμοκράτης a timocrat masc nom/voc/acc dual (doric aeolic) Τιμοκράτης a timocrat masc acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκρατῶν — Τιμοκράτης a timocrat masc gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκρατῶν — τιμοκράτης a timocrat masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκράτη — τιμοκράτης a timocrat masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκράτην — Τιμοκράτης a timocrat masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τιμοκράτην — τιμοκράτης a timocrat masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Τιμοκράτους — Τιμοκράτης a timocrat masc gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)